16x20cm
6.2x 7.8cm
Egg tempera and Gold leaf 22k
2024.
+
Φήσεις τὸ ῥητὸν καὶ θανών, Μωσῆ μέλα.
«Ἄνθρωπος ὄψιν, καὶ Θεὸς τὴν καρδίαν».
Θάψαν ἐν εἰκάδι Μωσῆν ὀγδόῃ Αἰθιοπῆα.
Ο όσιος Μωυσής ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Είχε χαρακτήρα σκληρό και δύστροπο και καθημερινά δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ώσπου το αφεντικό του αγανάκτησε και τον πέταξε στον δρόμο. Ο Μωυσής βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία και με την τεράστια σωματική του δύναμη δεν άργησε να επιβληθεί και να γίνει ο αρχηγός της.
Κάποτε, κυνηγημένος από τα όργανα της εξουσίας, για τα πολλά του εγκλήματα, πήγε να κρυφτεί βαθειά στην έρημο όπου ζούσαν οι πιο ονομαστοί ασκητές. Η συναναστροφή του με τους αγίους τον έκανε σιγά - σιγά να ημερεύσει. Τον επισκίασε η Χάρη του Θεού, γιατί η μετάνοια είναι ώρα Χάριτος, μαλάκωσε η καρδιά του, μετανόησε πραγματικά και ζήτησε την λύτρωση. Η αλλαγή του ήταν ριζική και σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στα μέτρα των μεγάλων Πατέρων της ερήμου. Μετά το βάπτισμα αξιώθηκε να λάβει και την Χάρη της Ιεροσύνης.
Σε ηλικία 75 ετών έφυγε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή με τρόπο βίαιο και μαρτυρικό. Ειδωλολάτρες ληστές εισέβαλαν στο σπήλαιο που ασκήτευε και τον σκότωσαν με μαχαίρια. Και στο σημείο αυτό επαληθεύθηκε, για άλλη μια φορά, ο λόγος του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο: «πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. κστ, 52).
Οι δύο μεγάλες αρετές που τον κοσμούσαν ήταν η αληθινή μετάνοια και η βαθειά ταπείνωση. Μέχρι την τελευταία του αναπνοή «έκλαιε πικρώς» για τις αμαρτίες του και θεωρούσε τον εαυτό του κατώτερο όχι μόνον από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτήν την άλογη κτίση. «Η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως των αγγέλων... Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα... Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου» (Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σελ. 40 και 46). Ο Μωυσής αξιοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο το ανεκτίμητο αυτό δώρο και έφθασε στην θέωση, στην όραση του Θεού.
Αρκετά περιστατικά από τον βίο και την πολιτεία του φανερώνουν την ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής του. Άλλωστε αυτό σημαίνει μετάνοια. Αλλαγή τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. Αξίζει να αναφέρουμε ένα από αυτά: «Κάποτε, τέσσερεις ληστές, παλιοί σύντροφοί του, μπήκαν στην καλύβα του για να την ληστέψουν, χωρίς να φαντάζονται ποιόν μπορούσαν να βρουν μέσα. Όταν τον είδαν σάστισαν. Εκείνος, με μεγάλη ευκολία, τους έπιασε, τους έδεσε και τους οδήγησε στην συνάθροιση των Γερόντων και τους ερώτησε να του πουν τί πρέπει να κάνει με τους ληστές, λέγοντας συγχρόνως: "Σε μένα δεν αρμόζει πια να τιμωρήσω άνθρωπον"» (Γεροντικόν, Εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 111). Όταν τα άκουσαν αυτά οι ληστές εξομολογήθηκαν, μετανόησαν και έγιναν Μοναχοί.
Άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό που φανερώνει την ταπείνωση του Οσίου είναι και το ακόλουθο: «Την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μάλιστα την ώρα που του φορούσε τα ιερά άμφια του είπε φιλικά ότι έγινε λευκός σαν περιστέρι. Ο Μωυσής ερώτησε ταπεινά τον Πατριάρχη αν κρίνει από το εξωτερικό ή το εσωτερικό, επειδή και τα άμφια ήσαν λευκά. Ο Πατριάρχης θέλοντας να τον δοκιμάσει αν έχει πραγματική ταπείνωση, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώξουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε εκεί μετά την θεία Λειτουργία, τον έδιωξαν βρίζοντας τον. Ο Μωυσής έφυγε αμέσως χωρίς καμιά αντιλογία. Ένας από αυτούς, που τον ακολούθησε κρυφά για να δει αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογεί μεμφόμενος τον εαυτό του: "Καλά σού κάνανε, σποδόδερμε μελανέ". Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;» (Γεροντικόν, σελ. 252 -253).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον τρόπο ζωής που προσφέρει μεταμορφώνει και μετασκευάζει τα τσακάλια και τους λύκους σε πρόβατα και αρνιά άκακα. Μεταβάλλει τους υπερήφανους σε ταπεινούς, τους πόρνους και μοιχούς σε σώφρονες, τους φονιάδες, τους τρομοκράτες και τους ληστές σε Οσίους.
Σημείωση: Σύμφωνα με τον Συναξαριστή του Άγιου Νικόδημου, ο Όσιος Μωυσής απεβίωσε ειρηνικά.
--------------------
+ The Monk Moses Murin the Black lived during the IV Century in Egypt. He was an Ethiopian, and he was black of skin and therefore called "Murin" (meaning "like an Ethiopian"). In his youth he was the slave of an important man, but after he committed a murder, his master banished him, and he joined in with a band of robbers. Because of his mean streak and great physical strength they chose him as their leader. Moses with his band of brigands did many an evil deed — both murders and robberies, so much so that people were afraid even at the mere mention of his name. Moses the brigand spent several years leading suchlike a sinful life, but through the great mercy of God he repented, leaving his band of robbers and going off to one of the wilderness monasteries. And here for a long time he wept, beseeching that they admit him amidst the number of the brethren. The monks were not convinced of the sincerity of his repentance; but the former robber was not to be driven away nor silenced, in demanding that they should accept him. In the monastery the Monk Moses was completely obedient to the hegumen and the brethren, and he poured forth many a tear, bewailing his sinful life. After a certain while the Monk Moses withdrew to a solitary cell, where he spent the time in prayer and the strictest of fasting in a very austere lifestyle. One time 4 of the robbers of his former band descended upon the cell of the Monk Moses and he, not having lost his great physical strength, he tied them all up and taking them over his shoulder, he brought them to the monastery, where he asked of the elders what to do with them. The elders ordered that they be set free. The robbers, learning that they had chanced upon their former ringleader, and that he had dealt kindly with them, — they themselves followed his example: they repented and became monks. And later, when the rest of the band of robbers heard about the repentance of the Monk Moses, then they too gave up their brigandage and became fervent monks.
The Monk Moses did not quickly become free from the passions. He went often to the monastery hegumen, Abba Isidor, seeking advice on how to be delivered from the passions of profligacy. Being experienced in the spiritual struggle, the elder taught him never to overeat of food, to be partly hungry whilst observing the strictest moderation. But the passions would not cease for the Monk Moses in his dreams. Then Abba Isidor taught him the all-night vigil. The monk stood the whole night at prayer, not being on bended knees so as not to drop off to sleep. From his prolonged struggles the Monk Moses fell into despondency, and when there arose thoughts about leaving his solitary cell, Abba Isidor instead strengthened the resolve of his student. In a vision he showed him many a demon in the west, prepared for battle, and in the East a still greater quantity of holy Angels, likewise readied for fighting. Abba Isidor explained to the Monk Moses, that the power of the Angels would prevail over the power of the demons, and in the long struggle with the passions it was necessary for him to become completely cleansed of his former sins.
The Monk Moses undertook a new effort. Making the rounds by night of the wilderness cells, he carried water from the well to each brother. He did this especially for the elders, who lived far off from the well and who were not easily able to carry their own water. One time, kneeling over the well, the Monk Moses felt a powerful blow upon his back and he fell down at the well like one dead, laying there in that position until dawn. Thus did the devils take revenge upon the monk for his victory over them. In the morning the brethren carried him to his cell, and he lay there a whole year crippled up. Having recovered, the monk with firm resolve confessed to the hegumen, that he would continue to asceticise. But the Lord Himself put limits to this struggle of many years: Abba Isidor blessed his student and said to him, that the profligate passions had already gone from him. The elder commanded him to commune the Holy Mysteries and in peace to go to his own cell. And from that time the Monk Moses received from the Lord the power over demons.
Accounts about his exploits spread amongst the monks and even beyond the bounds of the wilderness. The governor of the land wanted to see the saint. Having learned about this, the Monk Moses decided to hide away from any visitors and he departed his own cell. Along the way he met up with servants of the governor, who asked him, how to get to the cell of the wilderness-dweller Moses. The monk answered them: "Go on no further to this false and unworthy monk". The servants returned to the monastery, where the governor was waiting, and they conveyed to him the words of the elder they had chanced upon. The brethren, hearing a description of the elder’s appearance, all as one acknowledged that they had come upon the Monk Moses himself.
Having spent many a year at monastic exploits, the Monk Moses was ordained deacon. The bishop attired him in white vesture and said: "Abba Moses is now entirely white". The saint answered: "Vladyka, what makes it purely white — the outer or the inner?" Through humility the saint reckoned himself unworthy to accept the dignity of deacon. One time the bishop decided to test him and he bid the clergy to drive him out of the altar, whilst reviling him for being an unworthy black-Ethiopian. With full humility the monk accepted the abuse. Having put him to the test, the bishop then ordained the monk to be presbyter. And in this dignity the Monk Moses asceticised for 15 years and gathered round himself 75 disciples.
When the monk reached age 75, he forewarned his monks, that soon brigands would descend upon the skete and murder all that were there. The saint blessed his monks to leave in good time, so as to avoid the violent death, His disciples began to beseech the monk to leave together with them, but he replied: "I many a year already have awaited the time, when upon me there should be fulfilled the words which my Master, the Lord Jesus Christ, did speak: "All, who take up the sword, shalt perish by the sword" (Mt. 26: 52). After this seven of the brethren remained with the monk, and one of these hid not far off during the coming of the robbers, The robbers killed the Monk Moses and the six monks that remained with him. Their death occurred in about the year 400.
Aug 28 – Sep 10 2009 14th Thursday after Pentecost
Troparion Tone 5
Thou didst abandon the Egypt of passions/ and fervently ascend the mount of virtues,/ and didst take Christ’s Cross on thy shoulders./ Thou wast glorified in thy works/ and wast a model for monks,/ O Moses summit of the Fathers./ With them pray unceasingly that we may obtain great mercy.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου