Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα May. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα May. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Αγία Δάφνη - Saint Daphne (Dymphna)



15x20cm - 5,9 x 7,8inch.

Egg tempera

2021.                                                         

+ Η Αγία Δάφνη ή Ντύμφνα γεννήθηκε τον 7ο αιώνα όταν η Ιρλανδία ήταν κυρίως Ορθόδοξη. Παραδόξως ο πατέρας της και βασιλέας του Όριελ ήταν ακόμη παγανιστής. Αντίθετα η μητέρα της η οποία καταγόταν από μία αριστοκρατική οικογένεια ήταν αφοσιωμένη Χριστιανή και ήταν επίσης ιδιαίτερα όμορφη. Η Δάφνη ήταν σαν την μητέρα της, χαριτωμένη και όμορφη. Αφέθηκε στην φροντίδα μίας Χριστιανής γυναίκας η οποία την φρόντισε για την βάπτιση της που πραγματοποιήθηκε από τον άγιο Πατέρα Γκέρεμπραν. Ο άγιος πατέρας έγινε οικογενειακός φίλος και δίδαξε στη Δάφνη τη γραφή καθώς και τις αλήθειες της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και γρήγορα αναπτύχθηκαν τα πνευματικά της χαρίσματα.  Όπως και άλλες Ιρλανδές συνομήλικες κοπέλες της εποχής της και πριν από αυτήν, έχοντας την καρδιά της γεμάτη από αγάπη για τον Ιησού Χριστό, επέλεξε να αφιερωθεί σε Εκείνον, και να αφιερώσει μία παρθενική ζωή στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο. Σύντομα η ευτυχισμένη ζωή της πήρε άσχημη τροπή με τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της. Πολλά ήταν τα δάκρυα που έχυσε η νεαρή κοπέλα αλλά βρήκε στήριγμα στην πίστη της η οποία ήταν πολλή ζωντανή και δυνατή. Ο πατέρας της είχε κυριευθεί για καιρό από τη θλίψη του και ταξίδεψε προκειμένου να αναζητήσει μια γυναίκα που θα αντικαθιστούσε τη νεκρή του γυναίκα. Δεν βρήκε καμία και όταν επέστρεψε άκουσε τους αυλικούς να λένε πως η κόρη του είχε γίνει το ίδιο όμορφη με τη μητέρα της. Τότε ένας δαιμονισμένος πόθος τον κατέλαβε και ζήτησε από τη κόρη του να τον παντρευτεί. Τρομοκρατημένη η κοπέλα ζήτησε από τον πατέρα της 40 μέρες για να σκεφτεί την πρόταση του. Απευθύνθηκε αμέσως στον πατέρα Γκέρεμπραν ο οποίος την παρότρυνε να φύγουν αμέσως χωρίς καθυστερήσεις από την χώρα για να σωθεί. Εγκατέλειψαν τελικά τη βασιλική αυλή μαζί με τον γελωτοποιό και τη γυναίκα του. Τελικά κατέληξαν στο χωριό με την ονομασία Gheel στο Βέλγιο και εκεί ξεκίνησαν σχέδια για να αρχίσουν και πάλι τη ζωή τους. Ο πατέρας της σύντομα πληροφορήθηκε τη φυγή της και εξοργισμένος άρχισε να την αναζητά. Τελικά ανακάλυψε τα ίχνη τους και πήγε να τους βρει με μερικούς ακόλουθους του. Μόλις τους ανακάλυψε, ο πατέρας Γκέρεμπραν υπερασπίστηκε την Δάφνη και ζήτησε από τον πατέρα της να αφήσει κατά μέρους τις αρρωστημένες διαθέσεις του. Τότε ο βασιλιάς χωρίς δισταγμό τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι του αγίου πατέρα και έτσι προστέθηκε ένας ακόμη άγιος μάρτυρας στον κατάλογο των μαρτύρων του Χριστού. Οι παρακλήσεις του πατέρα της να τον παντρευτεί ήταν άκαρπες. Τότε εξοργισμένος με την κόρη του τράβηξε ένα μαχαίρι από την ζώνη του και έκοψε το κεφάλι του παιδιού του. Η Αγία Δάφνη μαρτύρησε στα 15 της χρόνια στις 15 του Μαΐου κατά το 620 με 640. Τότε εορτάζεται και η μνήμη της.
Τα σώματα των μαρτύρων θάφτηκαν έπειτα από λίγο καιρό από τους κατοίκους του Gheel. Έπειτα από λίγο καιρό όμως αποφάσισαν πως άξιζε ένας καλύτερος τρόπος ταφής σε αυτούς του άγιους μάρτυρες και αποφάσισαν να τους ξεθάψουν για να φτιάξουν από την αρχή τους τάφους τους. Τότε έκπληκτοι οι εργάτες που έσκαψαν είδαν πως οι μάρτυρες ήταν τοποθετημένοι μέσα σε δύο εξαίρετους τάφους λαξευμένους τόσο όμορφα με πέτρα που θα έλεγες πως σμιλεύτηκαν από αγγέλους. Όταν άνοιξαν τον τάφο της Αγίας βρήκαν τοποθετημένο το στήθος της ένα κόκκινο τούβλο που έγραφε «Εδώ βρίσκεται η αγία παρθένα και μάρτυρας Ντύμφνα». Μία μεγαλόπρεπη Εκκλησία στήθηκε στο μέρος όπου βρέθηκαν τα οστά και τα οστά τους φυλάσσονται σε χρυσές οστεοθήκες. Τα οστά της Αγίας θεραπεύουν πολλές πνευματικές ασθένειες, επιληψίες, νευρικές διαταραχές,  δαιμονικές επιρροές και αποτελεί στήριγμα στα θύματα των βιασμών. Σύντομα κόσμος από πολλά απομακρυσμένα μέρη επισκεπτόταν το ναό για να βρει γιατρειά. Τιμάτε ιδιαίτερα στο Gheel όπου η μνήμη της διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα. Πολλά θαύματα της αγίας σημειώνονται κατά τα έτη 1604 και 1668.

------------------------------------------------------------

+  Commemorated on May 15
St. Dymphna was the daughter of a pagan king of Ireland, but became a Christian and was secretly baptized. After the death of her mother, who was known for her beauty, her father offered his own hand in marriage to his daughter. However, Dymphna ran away with the assistance of a priest, Gerebernus. Landing in Antwerp, Belgium, they traveled to the village of Gheel, where they lived near a local chapel.
In 650, St. Dymphna’s father found her and renewed his offer of marriage. Realizing that she would never accept him in this way, he demanded that Fr. Gerebernus be killed. Dymphna received a martyr’s crown when her father cut off her head with a sword.
The bodies were placed in coffins and entombed in a cave where they were later found by local Christians. Eventually, the relics of St. Dymphna were buried in the church at Gheel, while St. Gerebernus was buried in Kanten.
In Christian art, St. Dymphna is depicted with a sword in her hand and a devil at her feet. She has been invoked as the patroness against insanity. The church where Dymphna was buried in Gheel (25 miles from Antwerp) was destroyed by a fire in 1489. A new church was consecrated on the same site in 1532 and still stands to this day.



                                                                                                                                

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Saint Pausikakos Bishop of Synnada - Άγιος Παυσίκακος Επίσκοπος Συνάδων

 

 22x30 cm - 8.6 x 11.8 inch.
Egg tempera and golden leaf 23k.



 source









---------------------------------------------


Ὁ Παυσικάκου προστρέχων τῷ λειψάνῳ,

Παθῶν κακούντων παῦσιν εὑρίσκει ξένην.


Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αγία Σοφία η ασκήτρια της Κλεισούρας - Saint Sofia of Kleisoura (6/19 May)


                                                  18x26cm - 7 x 10inch.


Η Αγία Σοφία της Κλεισούρας (1883-1974) κατά κόσμον  Σοφία Χοτοκουρίδου  γνωστή και με το προσωνύμιο "Ασκήτισσα της Παναγίας" ήταν μοναχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία την ενέταξε το 2011 στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012, έγινε η επίσημη ανακήρυξη της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Καστοριά. Η μνήμη της εορτάζεται στις 6 Μαϊου εκάστου έτους.

Παρακλητικός Κανόνας αγίας Σοφίας : https://www.youtube.com/watch?v=kGw_vT7AxL4  


-------------------------------------------


+    “Saint Sophia of Klisoura taught us patience, while patience and humiliation is the key that opens the floodgates of divine grace that will lead to cleansing from the sinful passions.”

Metropolitan Pavlos of Drama

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Αγία Δάφνη II - Saint Dymphna (Daphne) II

     20x15cm - 7,8x5,9inch, Egg tempera
                     

+ Η Αγία Δάφνη ή Ντύμφνα γεννήθηκε τον 7ο αιώνα όταν η Ιρλανδία ήταν κυρίως Ορθόδοξη. Παραδόξως ο πατέρας της και βασιλέας του Όριελ ήταν ακόμη παγανιστής. Αντίθετα η μητέρα της η οποία καταγόταν από μία αριστοκρατική οικογένεια ήταν αφοσιωμένη Χριστιανή και ήταν επίσης ιδιαίτερα όμορφη. Η Δάφνη ήταν σαν την μητέρα της, χαριτωμένη και όμορφη. Αφέθηκε στην φροντίδα μίας Χριστιανής γυναίκας η οποία την φρόντισε για την βάπτιση της που πραγματοποιήθηκε από τον άγιο Πατέρα Γκέρεμπραν. Ο άγιος πατέρας έγινε οικογενειακός φίλος και δίδαξε στη Δάφνη τη γραφή καθώς και τις αλήθειες της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και γρήγορα αναπτύχθηκαν τα πνευματικά της χαρίσματα.  Όπως και άλλες Ιρλανδές συνομήλικες κοπέλες της εποχής της και πριν από αυτήν, έχοντας την καρδιά της γεμάτη από αγάπη για τον Ιησού Χριστό, επέλεξε να αφιερωθεί σε Εκείνον, και να αφιερώσει μία παρθενική ζωή στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο. Σύντομα η ευτυχισμένη ζωή της πήρε άσχημη τροπή με τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της. Πολλά ήταν τα δάκρυα που έχυσε η νεαρή κοπέλα αλλά βρήκε στήριγμα στην πίστη της η οποία ήταν πολλή ζωντανή και δυνατή. Ο πατέρας της είχε κυριευθεί για καιρό από τη θλίψη του και ταξίδεψε προκειμένου να αναζητήσει μια γυναίκα που θα αντικαθιστούσε τη νεκρή του γυναίκα. Δεν βρήκε καμία και όταν επέστρεψε άκουσε τους αυλικούς να λένε πως η κόρη του είχε γίνει το ίδιο όμορφη με τη μητέρα της. Τότε ένας δαιμονισμένος πόθος τον κατέλαβε και ζήτησε από τη κόρη του να τον παντρευτεί. Τρομοκρατημένη η κοπέλα ζήτησε από τον πατέρα της 40 μέρες για να σκεφτεί την πρόταση του. Απευθύνθηκε αμέσως στον πατέρα Γκέρεμπραν ο οποίος την παρότρυνε να φύγουν αμέσως χωρίς καθυστερήσεις από την χώρα για να σωθεί. Εγκατέλειψαν τελικά τη βασιλική αυλή μαζί με τον γελωτοποιό και τη γυναίκα του. Τελικά κατέληξαν στο χωριό με την ονομασία Gheel στο Βέλγιο και εκεί ξεκίνησαν σχέδια για να αρχίσουν και πάλι τη ζωή τους. Ο πατέρας της σύντομα πληροφορήθηκε τη φυγή της και εξοργισμένος άρχισε να την αναζητά. Τελικά ανακάλυψε τα ίχνη τους και πήγε να τους βρει με μερικούς ακόλουθους του. Μόλις τους ανακάλυψε, ο πατέρας Γκέρεμπραν υπερασπίστηκε την Δάφνη και ζήτησε από τον πατέρα της να αφήσει κατά μέρους τις αρρωστημένες διαθέσεις του. Τότε ο βασιλιάς χωρίς δισταγμό τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι του αγίου πατέρα και έτσι προστέθηκε ένας ακόμη άγιος μάρτυρας στον κατάλογο των μαρτύρων του Χριστού. Οι παρακλήσεις του πατέρα της να τον παντρευτεί ήταν άκαρπες. Τότε εξοργισμένος με την κόρη του τράβηξε ένα μαχαίρι από την ζώνη του και έκοψε το κεφάλι του παιδιού του. Η Αγία Δάφνη μαρτύρησε στα 15 της χρόνια στις 15 του Μαΐου κατά το 620 με 640. Τότε εορτάζεται και η μνήμη της.
Τα σώματα των μαρτύρων θάφτηκαν έπειτα από λίγο καιρό από τους κατοίκους του Gheel. Έπειτα από λίγο καιρό όμως αποφάσισαν πως άξιζε ένας καλύτερος τρόπος ταφής σε αυτούς του άγιους μάρτυρες και αποφάσισαν να τους ξεθάψουν για να φτιάξουν από την αρχή τους τάφους τους. Τότε έκπληκτοι οι εργάτες που έσκαψαν είδαν πως οι μάρτυρες ήταν τοποθετημένοι μέσα σε δύο εξαίρετους τάφους λαξευμένους τόσο όμορφα με πέτρα που θα έλεγες πως σμιλεύτηκαν από αγγέλους. Όταν άνοιξαν τον τάφο της Αγίας βρήκαν τοποθετημένο το στήθος της ένα κόκκινο τούβλο που έγραφε «Εδώ βρίσκεται η αγία παρθένα και μάρτυρας Ντύμφνα». Μία μεγαλόπρεπη Εκκλησία στήθηκε στο μέρος όπου βρέθηκαν τα οστά και τα οστά τους φυλάσσονται σε χρυσές οστεοθήκες. Τα οστά της Αγίας θεραπεύουν πολλές πνευματικές ασθένειες, επιληψίες, νευρικές διαταραχές,  δαιμονικές επιρροές και αποτελεί στήριγμα στα θύματα των βιασμών. Σύντομα κόσμος από πολλά απομακρυσμένα μέρη επισκεπτόταν το ναό για να βρει γιατρειά. Τιμάτε ιδιαίτερα στο Gheel όπου η μνήμη της διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα. Πολλά θαύματα της αγίας σημειώνονται κατά τα έτη 1604 και 1668.

------------------------------------------------------------

Commemorated on May 15
St. Dymphna was the daughter of a pagan king of Ireland, but became a Christian and was secretly baptized. After the death of her mother, who was known for her beauty, her father offered his own hand in marriage to his daughter. However, Dymphna ran away with the assistance of a priest, Gerebernus. Landing in Antwerp, Belgium, they traveled to the village of Gheel, where they lived near a local chapel.
In 650, St. Dymphna’s father found her and renewed his offer of marriage. Realizing that she would never accept him in this way, he demanded that Fr. Gerebernus be killed. Dymphna received a martyr’s crown when her father cut off her head with a sword.
The bodies were placed in coffins and entombed in a cave where they were later found by local Christians. Eventually, the relics of St. Dymphna were buried in the church at Gheel, while St. Gerebernus was buried in Kanten.
In Christian art, St. Dymphna is depicted with a sword in her hand and a devil at her feet. She has been invoked as the patroness against insanity. The church where Dymphna was buried in Gheel (25 miles from Antwerp) was destroyed by a fire in 1489. A new church was consecrated on the same site in 1532 and still stands to this day.

Saint Dymphna I

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός - Saint Andrew the fool for Christ

22x30 cm / 8,6x 11,8inch.
Egg tempera and gold leaf on halo 22k
+ Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.

Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.

Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο· έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού· βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων· ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία· σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.

Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό· ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.


Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Εορτάζει στις 28 Μαΐου εκάστου έτους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μωρίαν ἑκούσιον διὰ Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐπόθησας Ὅσιε, τὸν σοφιστὴν ἀληθῶς, μωράνας καὶ ἤνυσας, μέσον πολλῶν θορύβων, τὸν ἀγῶνα Ἀνδρέα· ὅθεν σε ὁ Δεσπότης, Παραδείσου πρὸς πλάτος, ἐσκήνωσε πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἑκουσίως κακουχούμενον, πενόμενον, ἐμπαροινούμενον ἑκάστοτε, τυπτόμενον, λιθαζόμενον καὶ θέατρον ἐποφθέντα κόσμῳ μέλψωμεν Ἀνδρέαν ὁσιώτατον, ὥσπερ σαλὸν διὰ Χριστὸν πολιτευσάμενον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος α´. Χορὸς ἀγγελικός.
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐκτελέσας θεόφρον, δοχεῖον καθαρόν, τῆς Τριάδος ἐδείχθης, Ἀνδρέα μακάριε, καὶ Ἀγγέλων ὁμόσκηνος· ὅθεν αἴτησαι τὸν ἱλασμὸν καὶ εἰρήνην, τοῖς τιμῶσί σε, καὶ ἐκτελοῦσι σὴν μνήμην, δοθῆναι πρεσβείαις σου.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Σταυρὸν ἐπ᾿ ὤμων σου, ἀναλαβόμενος, προθύμως ὅσιε κατηκολούθησας, τῷ σταυρωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, ἀδίκως μαστιζόμενος, λίθοις τε βαλλόμενος, δαιμόνων προσποιούμενος, ζήσας ὑπὲρ ἄνθρωπον, μάκαρ βίον ἰσάγγελον διὸ καὶ σὺν ἀγγέλοις χορεύων, μέμνησο μάκαρ τῶν τιμώντων σε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι προσποιήσεις τὰς μωράς σου, Ἀνδρέα, ἐθαύμασαν, πανόσιε πάτερ, ὅτι πέλων σοφὸς ἀληθῶς ὡς σαλὸς ἐβίως, δαιμόνων, ἔξηχος καὶ ἀνο μος· διόπερ νῦν βοῶμέν σοι ἀξιόχρεως·Χαῖρε, ἀπαύγασμα ἐγκρατείας·χαῖρε, θησαύρισμα ἀπαθείας.Χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ ἐν σαρκὶ φέρων στίγματα·χαῖρε, τοῦ ἐχθροῦ ὁ συντρίψας φρυάγματα.Χαῖρε, πάτερ, ἐνδιαίτημα προσποιήσεων μωρῶν·χαῖρε, ἄνερ, καλλιέργημα προσφερθεὶς διὰ Χριστόν.Χαῖρε, ὅτι κατεῖδες Παραδείσου τὸ κάλλος·χαῖρε, ὅτι ἀνεῖλες ἀρχεκάκου τὸ μένος.Χαῖρε, αὐτόπτης τῆς Σκέπης Παρθένου·χαῖρε, ὁ λάτρης τοῦ Λόγου Ὑψίστου.Χαῖρε, σοφῶς σὺν κυσὶν ὁ βιώσας·χαῖρε, σαφῶς ὡς σαλὸς διαπρέψας.Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον
Σοῦ ἡ ὑπὲρ ἄνθρωπον βιοτή, ἐξέπληξε νόας, καὶ δαιμόνων τοὺς ζοφερούς, πῶς γυμνὸς Ἀνδρέα, καὶ ἔξηχον τὸν τρόπον, λαθὼν ἐπολιτεύσω· διὸ τιμῶμέν σε.
-----------------------------------------------------------------
+Blessed Andrew, Fool-for-Christ, was a Slav and lived in the tenth century at Constantinople. From his early years, he loved God’s Church and the Holy Scriptures. Once during a dream, the saint beheld a vision of two armies. In the one were men in radiant garb, in the other, black and fiercesome devils. An angel of God, who held wondrous crowns, said to Andrew, that these crowns were not adornments from the earthly world, but rather a celestial treasure, with which the Lord rewards His warriors, victorious over the dark hordes. “Proceed with this good deed,” the angel said to Andrew. “Be a fool for My sake and you will receive much in the day of My Kingdom.”
The saint perceived that it was the Lord Himself summoning him to this deed. From that time Andrew began to go about the streets in rags, as though his mind had become muddled. For many years the saint endured mockery and insults. With indifference he underwent beatings, hunger and thirst, cold and heat, begging alms and giving them away to the poor. For his great forebearance and humility the saint received from the Lord the gift of prophecy and wisdom, saving many from spiritual perils, and he unmasked the impiety of many.
While praying at the Blachernae church, Saint Andrew beheld the Most Holy Mother of God, holding her veil over those praying under her Protection (October 1). Blessed Andrew died in the year 936.

The Orthodox Church commemorates the Saint, every year on 28th May.


Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Αγία Δάφνη - Saint Dymphna (Daphne)

                                       20x15cm - 7,8x5,9inch, Egg tempera

+ Η Αγία Δάφνη ή Ντύμφνα γεννήθηκε τον 7ο αιώνα όταν η Ιρλανδία ήταν κυρίως Ορθόδοξη. Παραδόξως ο πατέρας της και βασιλέας του Όριελ ήταν ακόμη παγανιστής. Αντίθετα η μητέρα της η οποία καταγόταν από μία αριστοκρατική οικογένεια ήταν αφοσιωμένη Χριστιανή και ήταν επίσης ιδιαίτερα όμορφη. Η Δάφνη ήταν σαν την μητέρα της, χαριτωμένη και όμορφη. Αφέθηκε στην φροντίδα μίας Χριστιανής γυναίκας η οποία την φρόντισε για την βάπτιση της που πραγματοποιήθηκε από τον άγιο Πατέρα Γκέρεμπραν. Ο άγιος πατέρας έγινε οικογενειακός φίλος και δίδαξε στη Δάφνη τη γραφή καθώς και τις αλήθειες της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και γρήγορα αναπτύχθηκαν τα πνευματικά της χαρίσματα.  Όπως και άλλες Ιρλανδές συνομήλικες κοπέλες της εποχής της και πριν από αυτήν, έχοντας την καρδιά της γεμάτη από αγάπη για τον Ιησού Χριστό, επέλεξε να αφιερωθεί σε Εκείνον, και να αφιερώσει μία παρθενική ζωή στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο. Σύντομα η ευτυχισμένη ζωή της πήρε άσχημη τροπή με τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της. Πολλά ήταν τα δάκρυα που έχυσε η νεαρή κοπέλα αλλά βρήκε στήριγμα στην πίστη της η οποία ήταν πολλή ζωντανή και δυνατή. Ο πατέρας της είχε κυριευθεί για καιρό από τη θλίψη του και ταξίδεψε προκειμένου να αναζητήσει μια γυναίκα που θα αντικαθιστούσε τη νεκρή του γυναίκα. Δεν βρήκε καμία και όταν επέστρεψε άκουσε τους αυλικούς να λένε πως η κόρη του είχε γίνει το ίδιο όμορφη με τη μητέρα της. Τότε ένας δαιμονισμένος πόθος τον κατέλαβε και ζήτησε από τη κόρη του να τον παντρευτεί. Τρομοκρατημένη η κοπέλα ζήτησε από τον πατέρα της 40 μέρες για να σκεφτεί την πρόταση του. Απευθύνθηκε αμέσως στον πατέρα Γκέρεμπραν ο οποίος την παρότρυνε να φύγουν αμέσως χωρίς καθυστερήσεις από την χώρα για να σωθεί. Εγκατέλειψαν τελικά τη βασιλική αυλή μαζί με τον γελωτοποιό και τη γυναίκα του. Τελικά κατέληξαν στο χωριό με την ονομασία Gheel στο Βέλγιο και εκεί ξεκίνησαν σχέδια για να αρχίσουν και πάλι τη ζωή τους. Ο πατέρας της σύντομα πληροφορήθηκε τη φυγή της και εξοργισμένος άρχισε να την αναζητά. Τελικά ανακάλυψε τα ίχνη τους και πήγε να τους βρει με μερικούς ακόλουθους του. Μόλις τους ανακάλυψε, ο πατέρας Γκέρεμπραν υπερασπίστηκε την Δάφνη και ζήτησε από τον πατέρα της να αφήσει κατά μέρους τις αρρωστημένες διαθέσεις του. Τότε ο βασιλιάς χωρίς δισταγμό τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι του αγίου πατέρα και έτσι προστέθηκε ένας ακόμη άγιος μάρτυρας στον κατάλογο των μαρτύρων του Χριστού. Οι παρακλήσεις του πατέρα της να τον παντρευτεί ήταν άκαρπες. Τότε εξοργισμένος με την κόρη του τράβηξε ένα μαχαίρι από την ζώνη του και έκοψε το κεφάλι του παιδιού του. Η Αγία Δάφνη μαρτύρησε στα 15 της χρόνια στις 15 του Μαΐου κατά το 620 με 640. Τότε εορτάζεται και η μνήμη της.
Τα σώματα των μαρτύρων θάφτηκαν έπειτα από λίγο καιρό από τους κατοίκους του Gheel. Έπειτα από λίγο καιρό όμως αποφάσισαν πως άξιζε ένας καλύτερος τρόπος ταφής σε αυτούς του άγιους μάρτυρες και αποφάσισαν να τους ξεθάψουν για να φτιάξουν από την αρχή τους τάφους τους. Τότε έκπληκτοι οι εργάτες που έσκαψαν είδαν πως οι μάρτυρες ήταν τοποθετημένοι μέσα σε δύο εξαίρετους τάφους λαξευμένους τόσο όμορφα με πέτρα που θα έλεγες πως σμιλεύτηκαν από αγγέλους. Όταν άνοιξαν τον τάφο της Αγίας βρήκαν τοποθετημένο το στήθος της ένα κόκκινο τούβλο που έγραφε «Εδώ βρίσκεται η αγία παρθένα και μάρτυρας Ντύμφνα». Μία μεγαλόπρεπη Εκκλησία στήθηκε στο μέρος όπου βρέθηκαν τα οστά και τα οστά τους φυλάσσονται σε χρυσές οστεοθήκες. Τα οστά της Αγίας θεραπεύουν πολλές πνευματικές ασθένειες, επιληψίες, νευρικές διαταραχές,  δαιμονικές επιρροές και αποτελεί στήριγμα στα θύματα των βιασμών. Σύντομα κόσμος από πολλά απομακρυσμένα μέρη επισκεπτόταν το ναό για να βρει γιατρειά. Τιμάτε ιδιαίτερα στο Gheel όπου η μνήμη της διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα. Πολλά θαύματα της αγίας σημειώνονται κατά τα έτη 1604 και 1668.

------------------------------------------------------------

Commemorated on May 15
St. Dymphna was the daughter of a pagan king of Ireland, but became a Christian and was secretly baptized. After the death of her mother, who was known for her beauty, her father offered his own hand in marriage to his daughter. However, Dymphna ran away with the assistance of a priest, Gerebernus. Landing in Antwerp, Belgium, they traveled to the village of Gheel, where they lived near a local chapel.
In 650, St. Dymphna’s father found her and renewed his offer of marriage. Realizing that she would never accept him in this way, he demanded that Fr. Gerebernus be killed. Dymphna received a martyr’s crown when her father cut off her head with a sword.
The bodies were placed in coffins and entombed in a cave where they were later found by local Christians. Eventually, the relics of St. Dymphna were buried in the church at Gheel, while St. Gerebernus was buried in Kanten.
In Christian art, St. Dymphna is depicted with a sword in her hand and a devil at her feet. She has been invoked as the patroness against insanity. The church where Dymphna was buried in Gheel (25 miles from Antwerp) was destroyed by a fire in 1489. A new church was consecrated on the same site in 1532 and still stands to this day.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Αγία Εμμέλεια - Saint Emmelia


                                             22Χ30cm - 8,6x 11,8inch. Egg tempera

+ Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.
-------------------------------------------------------------

+ The holy and righteous Emmelia (also Emily or Emilia), is the mother of Saint Basil the Great and several other children who are saints of the Church. Churches of the Russian tradition keep her feast on January 3, along with her son Basil. Greek churches keep her feast on May 30, along with her husband Saint Basil the Elder and her mother-in-law, Saint Macrina the Elder.
There are very few descriptions of Saint Emmelia’s life. She was the daughter of a martyr and the daughter-in-law of Macrina the Elder. Along with her husband, Basil the Elder, she gave birth to ten children. She instilled the Orthodox faith in her children, teaching them to pray and devote their lives to the service of the Church. As a result of her zealous yet maternal instruction of her children, five of them are commemorated as saints on the Church calendar: Sts. Macrina, Basil, Peter of Sebaste, Gregory of Nyssa, and Theosebia, a deaconess. Therefore, Saint Emilia is often called “the mother of saints.”
When her son, Naucratius, suddenly died at the age of twenty-seven, she was consoled by her eldest daughter, Macrina. Macrina reminded her that it was not befitting to a Christian to “mourn as those who have no hope” and inspired her to hope courageously in the resurrection vouchsafed to us by the Pascha of the Lord.
After her children left home, St. Emmelia was persuaded by Macrina to forsake the world. Together they founded a monastery for women. Emilia divided the family property among her children. Retaining only some meager possessions, she and Macrina withdrew to a secluded family property in Pontus, picturesquely located on the banks of the Iris River and not far from Saint Basil’s wilderness home. A number of liberated female slaves desired to join the pair, and a convent was formed. They lived under one roof and held everything in common: They ate, worked, and prayed together. They were so eager to advance in virtue that they regarded fasting as food and poverty as riches. The harmony of this model community of women was unspoiled by anger, jealousy, hatred, or pride. Indeed, as the Church sings of monastics, they lived like angels in the flesh.
Living in this manner for many years, Emmelia reached old age. When an illness signaled her departure from this world, her son Peter came to her side. Together with Macrina, he tended to his mother in her last days. As the oldest and the youngest, Macrina and Peter held a special place in Emmelia’s heart.
Before committing her soul to the Lord, she raised her voice to Heaven, saying, “To you, O Lord, I give the first fruits and the tithe of the fruit of my womb. The first fruit is my first-born daughter, and the tithe is this, my youngest son. Let these be for you a rightly acceptable sacrifice, and let your holiness descend upon them!” St. Emmelia was buried as she had requested, beside her husband in the chapel at their estate in Annesi, where Naucratius had also been laid.

St. Emmelia May 8th Troparion

Through thee the divine likeness was securely preserved, O Mother Emmelia; for thou didst carry the cross and follow Christ. By example and precept thou didst teach us to ignore the body because it is perishable, and to attend to the concerns of the undying soul. Therefore, doth thy soul rejoice with the angels.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος - Saint Jonh the Russian

                                 22x30cm - 8,6x 11,8inch. Egg tempera and gold leaf on halo


+ Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.

Εορτάζει 27 Μαΐου.
Ιερά Λείψανα: Το Λείψανο του Οσίου βρίσκεται αδιάφθορο στο ομώνυμο Προσκύνημα Προκοπίου Ευβοίας.
Η δεξιά του Οσίου βρίσκεται στη Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους.



Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


-----------------------------------------------------------------



+  The blessed John the Russian (1690-1730) was enslaved by the Turks, but lived his life in holy humility and miracles. His feast day is commemorated by the Church on May 27.

St John was born around 1690 in the south of Russia to pious Orthodox parents. Upon reaching maturity he was called to service in the army of Peter I, to serve as a simple soldier. During the Prutsk campaign of the Russo-Turkish war he was taken prisoner. As the case then, he ended up as a slave of the Turkish cavalry commander who took John to his home in the village of Prokopion, near Caesarea in Asia Minor.
Like all captured Christian soldiers, John was threatened, tortured, subjected to all means to convert him to the Moslem faith. John was resolute in his resistance to this inhumane treatment, bravely enduring humiliations and beatings. Noting John’s firm faith, his master’s heart softened and John was assigned to take care of his master’s stable, which also became his living quarters. Recalling the cave and manger where his Savior came into the world, John rejoiced in his small dark corner of the stable as a little paradise where he could freely pray and offer praises to the true God. Occasionally, John would leave his bed to keep vigil at the nearby Church of the Great Martyr George, and on Saturdays and Feast days receive Holy Communion.
As the cavalry commander prospered, he understood his blessings and prosperity came through his servant John, and noted this to his fellow citizens.
Foreseeing his end, John called for a priest from the church he had attended and asked to partake of the immaculate mysteries. The priest was afraid to openly bring the Eucharist into the stable. Being divinely inspired, he dug the core out of an apple and lined the cavity with beeswax and placed the communion inside. He then visited the saint at the stables and gave him Communion. After receiving communion, John fell asleep in the Lord on May 27, 1730. He was about forty years old.
His relics were brought from the village of Prokopion to Euboea by refugees from Urgup in Cappadocia, after the Asia Minor Disaster of 1922-24. For several decades the relics were in the church of Ss. Constantine and Helen at New Prokopion, Euboia, and in 1951 they were transferred to a new church dedicated to St John the Russian (within the new Monastery of Saint Jonh the Russian). St. John's body is small, and he is clothed in a garment similar to an altar server. His face is dark and is covered by a gold mask; one of his exposed hands is also quite dark. Thousands of pilgrims flock here from all the corners of Greece, particularly on his feast day (May 27).
St. John the Russian is widely venerated on Mount Athos, particularly in the Russian monastery of St. Panteleimon.

Apolytikion (Tone 4)
He that hath called thee from earth unto the heavenly abodes doth even after thy death keep thy body unharmed, O righteous one; for thou wast carried off as a prisoner into Asia wherein also, O John, thou didst win Christ as thy friend. Wherefore do thou beseech him that our souls be saved.


Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Αγία Ειρήνη η μεγαλομάρτυς- Saint Irene the Great martyr


+Μεγάλο παράδειγμα πίστης στον Ένα και αληθινό Θεό αποτελεί η Αγία Ειρήνη. Γεννήθηκε στην πόλη Μαγεδών της Περσίας και το πρώτο της όνομα ήταν Πηνελόπη. Ο πατέρας της ονομαζόταν Λικίνιος και ήταν έπαρχος, η δε μητέρα της ονομαζόταν Λικινία.

Από έξι χρονών η Πηνελόπη άρχισε τη γραμματική της εκπαίδευση, σʼ έναν από τους πιο σοφούς διδάσκαλους της εποχής της, τον Απελλιανό. Της έμαθε πολλά ο σοφός διδάσκαλος. Ένα, όμως, δεν της έμαθε. Για τον Χριστό. Και αυτό το κατόρθωσε μια απλή χριστιανή υπηρέτρια του Λικινίου, που με τη θεία χάρη κατέκτησε την καρδιά της αρχοντοκόρης.
Η Πηνελόπη ένιωσε μεγάλη χαρά που έμαθε την πραγματική αλήθεια της ζωής και επιδίωξε αμέσως να βαπτισθεί χριστιανή. Πήρε το όνομα Ειρήνη και αμέσως τον σταυρό της χριστιανικής ζωής. Από εδώ και πέρα η Ειρήνη άρχισε μια πνευματική πορεία, που περνά δια μέσου πυρός και σιδήρου. Όταν ο Λικίνιος έμαθε ότι η κόρη του έγινε χριστιανή διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρεβρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «Παντα δυνατα τω πιστευοντι» (Μαρκ. θ΄ 23). Δηλαδή όλα είναι δυνατά σʼ εκείνον που πιστεύει. Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί.
Της Αγίας Ειρήνης οι δοκιμασίες και τα μαρτύρια ήταν πολλά. Αλλά πάντα έβγαινε ζωντανή μέσα από αυτά, διότι είχε μεγάλη και ζωντανή πίστη. Περιόδευσε σε αρκετούς τόπους και δίδαξε το λόγο του Θεού και έκανε πολλά θαύματα, ιδιαίτερα με το παράδειγμα της ζωής της. Στο τέλος αποσύρθηκε σε ένα ερημικό μέρος έξω από την Έφεσο όπου έζησε με προσευχή και άσκηση. Γιορτάζει κάθε χρόνο στις 5 Μαΐου.

+A great example of faith to the One true God is the saint Irene. Born in the city Magedon of Persia and her first name was Penelope. Her father was the prefect Licinius, and her mother named Licinius as well.

From her sixth year Penelope had been educated in one of the most wise teacher of her times, Apelliano. She learned many things from the wise teacher but nothing for Jesus Christ. Thanks to a Christian servant of Licinius, this happened, who with the grace of God won the heart of Penelope.
Penelope felt very happy that she'd been taught the real truth of life and asked immediately to get baptized. She took the name Irene from then and she began a spiritual path, passing through "fire and iron". When Licinius heard that his daughter was a Christian, ordered to tie her legs on a wild horse, so as the horse would kill her by kicking all over her body. But by a miracle the horse turned against him and killed him. Then a lot of confusion prevailed among the spectators. Irene calme them down saying the words of Christ: "everything's possible now for those who believe" (Mark i 23).
Indeed, with admirable faith she prayed and her father stood up alive. Then, her family were all baptized Christians.
At the end of her life she went to a deserted place outside Ephesus where she lived an ascetic life with prayers. Celebrated annually on May 5.