Η
Οσία Ξένη γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, το έτος 1730 μ.Χ.,
και ως νεαρή όμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τον Αντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ
που είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική
αυλή. Η θέση αυτή ήταν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και
υλική απολαβή.
Ήταν νέοι. Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Υπηρέτησαν
και οι δυο στην βασιλική αυλή, έκαναν το γάμο τους. Ζούσαν πολύ
ευτυχισμένοι μαζί. Λόγω της νεότητάς τους, τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν
σε χοροεσπερίδες και σε συμπόσια. Καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι
τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια. Αυτά
οι άνθρωποι τα ονομάζουν «καλή τύχη» και φαινόταν ότι τίποτε στο
ανδρόγυνο αυτό, τον Ανδρέα και την Ξένια, δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτή
τους τη χαρά. Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα, σαν κεραυνός εν αιθρία, ο
αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε την Ξένια
Γκριγκόριεβνα. στα είκοσι έξι της χρόνια, ένα βράδυ σε ένα χορό ο άντρας
της ενώ έπινε με τους φίλους τους, ξαφνικά έπεσε κάτω νεκρός. Αυτό
φυσικά ήταν πολύ οδυνηρό για την Ξένια. Ο Αντρέας, δεν είχε ποτέ
εξομολογηθεί και λάβει Θεία Κοινωνία έως πριν πεθάνει, και εκείνη
ανησυχούσε τρομερά για την ψυχή του.
Σύντομα μετά την ταφή του, η
Οσία Ξένια εξαφανίστηκε από την Αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια.
Πιστεύεται ότι αυτό το χρονικό διάστημα το πέρασε σε ένα ερημητήριο ή σε
ένα μοναστήρι, μαθαίνοντας το δρόμο της πνευματικής ζωής. Ο πρώην
Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας είχε αξιόπιστη πληροφορία ότι η μακαρία Ξένια για
την πνευματική της τελείωση δαπάνησε αυτά τα χρόνια μεταξύ των Στάρετς
προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον δύσκολο αγώνα των διά Χριστόν
σαλών και ήταν κάτω από την πνευματική τους καθοδήγηση.
Πού ήταν
οι Στάρετς; Ίσως ήταν στο Hermitage ή σ’ ένα από τα μοναστήρια που αυτόν
τον καιρό είχαν Στάρετς, μαθητές του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ύστερα από
οχτώ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στην πατρίδα της, την αγία Πετρούπολη, και
δεν την ξανάφησε στα άλλα τριάντα επτά χρόνια της ζωής της σ’ αυτόν τον
κόσμο.
Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, χάρισε τα υπάρχοντά
της - το σπίτι της, τα χρήματά της, τα όμορφα ρούχα της. Κατά πρώτον
άρχισε να βεβαιώνει σε όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της
δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της
και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς. Οι συγγενείς
της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα, όταν αυτή άρχισε να μοιράζει
την περιουσία της πιο φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην
Παρασκευή Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της
στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον
μιας τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν. Μετά από αυτήν την
αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της,
συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε
δικαίωμα να κάνει ότι ήθελε την περιουσία της. (σημειώνεται το συμβάν:
οι συγγενείς της Ξένιας την πήγαν στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής βρήκε
ότι έχει καλό και γερό νου όσο αυτή συνέχιζε να βοηθά τους φτωχούς.)
Αλλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε ένα όνομα για τους αγίους ανθρώπους
που οι άλλοι πιθανόν να νομίζουν ότι είναι τρελοί. Εμείς τους ονομάζουμε
«Διά Χριστού σαλούς». Αυτοί συχνά δεν είναι τρελοί, αλλά προσποιούνται
ότι είναι, για να μπορούν να κρύψουν τα πνευματικά τους χαρίσματα.
Τί
συνέβηκε πράγματι με την Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ασφαλώς συνέβηκε μέσα της
μια πλήρης πνευματική αντιστροφή, που, κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη
Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!... Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου
της και παίρνοντας το όνομά του ήταν, κατά τη γνώμη της, σαν να
παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι
αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε
τον εαυτό της στον κόσμο με την δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως «κατά
Χριστόν τρελή».
Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέγει: «Υπάρχει
μια αληθινή, πραγματική ζωή και μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. το να ζεις
για να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνεις και να γίνεσαι
πλούσιος, το να ζεις γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό
είναι μια φαντασία. το να ζεις όμως για να ευχαριστείς τον Θεό και τους
άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την
σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή! Ο πρώτος τρόπος ζωής
είναι ακατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή
του πνεύματος». (Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Περί της εγκοσμίου
ζωής).
Από αυτό βλέπουμε ότι το «χτύπημα» που «χτύπησε» την δούλη
του Θεού Ξένια ήταν μια ώθηση από την μη πραγματική ζωή στην ζωή του
Πνεύματος.
Η μακαρία Ξένια, που ήταν πλούσια πρώτα έζησε τώρα μια
φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζούσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους
της πόλης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς. Η μόνη τροφή
της ερχόταν από γεύματα που μερικές φορές δεχόταν από εκείνους που
γνώριζε. Το βράδυ αποσυρόταν σε έναν αγρό έξω από την πόλη και εκεί
γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. Δεν είχε πραγματικά που να κλίνη την
κεφαλή της. Για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας
Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος. Περνούσε τις
νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό
το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, που την ανακάλυψαν, γιατί
είχαν την περιέργεια να μάθουν που εξαφανιζόταν τις νύχτες. Κάποτε
κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά
της σ’ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Άρχισε να προσεύχεται από
το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκεια των προσευχών
της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους
ορθόδοξους χριστιανούς.
Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω στους
δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την
σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα και το στρατιωτικό σακάκι του άντρα της.
Στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε
δεμένο ένα παλιό μαντήλι. Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε
ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλοσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά
απ αυτά. Σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια
κουρέλια. Το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα
κόκαλα. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που χύνεται με αφθονία πιο
αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η
Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.
Πολλοί
αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική
δούλη του Θεού Ξένια. Αρκετοί την λυπόντουσαν και της έδιναν ελεημοσύνη,
αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το
έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ελεημοσύνη από φιλεύσπλαχνους
ανθρώπους, αλλά αμέσως τα χάριζε στους φτωχούς, κάνοντας καλό στους
ανθρώπους στο όνομά του Αντρέα, έτσι ώστε αν η ψυχή του υπέφερε από τις
αμαρτίες του τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, οι πράξεις της και οι
προσευχές της θα τον βοηθούσαν. (Οι Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ή
προσεύχονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Αυτό λέγεται ελεημοσύνη
αλλά δεν είναι τόσο σύνηθες να εγκαταλείπει κάποιος όλη του τη ζωή για
ένα άνθρωπο, όπως ακριβώς έπραξε η Ξένια). Το ενδιαφέρον είναι ότι
κάνοντας καλές πράξεις και προσφέροντας προσευχές για τους άλλους,
πλησιάζεις πολύ το Θεό, και αυτό συνέβηκε και με την Ξένια. Προσευχόταν
τόσο πολύ για τον άντρα της και αυτό την έκανε Αγία!
Ο Κύριος
είχε δώσει στην Ξένια πολλά πνευματικά δώρα και αυτή άρχισε να κάνει
περίεργα πράγματα όπως περπατούσε ξυπόλυτη στο χιόνι και φορούσε
ασυνήθιστα ρούχα έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην νομίσουν ότι εκείνη είναι
κάτι το εξαιρετικό. Αυτή μερικές φορές γνώριζε τί πρόκειται να συμβεί
πριν αυτό συμβεί, ή αν οι άνθρωποι είχαν ένα πρόβλημα και δεν γνώριζαν
τί θέλει ο Θεός να κάνουν, αυτή μπορούσε να τους το πει. Συχνά
κοιτάζοντας με μια ματιά τους ανθρώπους, αυτή ήξερε αν αυτοί έλεγαν την
αλήθεια ή όχι.
Σιγά σιγά, οι άνθρωποι της πόλης παρατήρησαν τα
σημάδια αγιότητας που ήταν το υπόστρωμα της φαινομενικά διαταραγμένης
της ζωής: παρουσίαζε το χάρισμα της προφητείας και η όλη παρουσία της
σχεδόν πάντα επιβεβαίωνε την ευλογία της. Το Συναξάρι λέει:
«Η
ευλογία του Θεού φαινόταν να τη συνοδεύει οπουδήποτε εκείνη πήγαινε:
όταν έμπαινε σε ένα μαγαζί οι εισπράξεις της ημέρας αυξάνονταν
σημαντικά. Οι έμποροι την παρακαλούσαν να πάρει κάτι ως δώρο ή
τουλάχιστον να μπει στο κατάστημά τους. Ήξεραν ότι εκείνη τη μέρα οι
δουλειές τους θα πήγαιναν πολύ καλά και τα κέρδη τους θα ήταν πολλά.
Όταν περπατούσε στον δρόμο, από όλες τις μεριές, από όλα τα αμάξια που
περνούσαν άκουγε να φωνάζουν: «Ανδρέα Φεοντόροβιτς, σταματά. Θέλω να σε
πάρω στο αμάξι μου έστω και για λίγα βήματα». Και όταν έμπαινε σε κάποιο
αυτοκίνητο, το εισόδημα του αυτοκινήτου αυτού την ημέρα εκείνη ήταν
πολύ μεγάλο. Η μακαρία Ξένη προτιμούσε να κάθεται σε αυτοκίνητα ανθρώπων
που είχαν ανάγκη βοηθείας. Εάν μιλούσε με κανέναν που ήταν
στενοχωρημένος, αμέσως αυτός καταπραϋνόταν και του ερχόταν μια
θαυματουργική βοήθεια. Όταν αγκάλιαζε ένα άρρωστο παιδί, αμέσως αυτό
γινόταν καλά. Η πολύ και μακροχρόνια συμπόνια της, άνοιξε το δρόμο του
σεβασμού και της ευλάβειας προς το πρόσωπό της και οι άνθρωποι γενικά
έφτασαν να την θεωρούν ως το φύλακα άγγελο της πόλης».
Κάποτε, το
έτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι
άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία που κλαίει και αυτή απαντούσε: «Αίμα,
αίμα, αυλάκι από αίμα!». Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα
συνέβαινε. Αλλά τρείς εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας
Πετρούπολης έμαθαν τί σήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία
γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώσει τον
αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, που ήταν φυλακισμένος στο φρούριο
Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στις 24
Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία
Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να
κάνη τηγανίτες. την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα
Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία,
που η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε.
Τέτοιες περιπτώσεις που εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και
περιπτώσεις βοηθειών που πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό,
έχουμε πολλές.
Μερικές φορές, όταν οι Χριστιανοί κάνουν καλές
πράξεις, τις κάνουν κρυφά ώστε μόνο ο Θεός να βλέπει. Αυτό γιατί ο
Κύριος είπε : «Μην αφήνεις να γνωρίζει η αριστερά σου χείρ τί ποιεί η
δεξιά σου» και, «Κάνε τις καλές σου πράξεις μυστικά ώστε ο Πατέρας που
σε βλέπει μυστικά να σε ανταμείψει φανερά». Αυτό είναι που
αντιπροσωπεύει την εικόνας της Αγίας Ξένιας. Πριν πολλά χρόνια, όταν οι
άνθρωποι της Αγίας Πετρούπολης έχτιζαν μια εκκλησία στο κοιμητήριό του
Smolensk, η Αγία Ξένια συνήθιζε να πηγαίνει κατευθείαν το βράδυ και να
κουβαλάει βαριούς πλίνθους οι οποίοι χρειάζονταν την επόμενη μέρα για το
χτίσιμο της στέγης της εκκλησίας. Όταν οι τεχνίτες έρχονταν κάθε πρωί,
έβρισκαν το σκληρότερο μέρος της δουλειάς τους ήδη τελειωμένο και αυτοί
αναρωτιόνταν ποιός να ήταν που έκανε αυτή την ευγενική πράξη. Τελικά,
δυο απ αυτούς αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο κοιμητήριο.
Περίμεναν και περίμεναν, και όταν έγινε σκοτάδι, η Αγία Ξένια
εμφανίστηκε. Όλο το βράδυ, την παρακολουθούσαν να ανεβαίνει και να
κατεβαίνει με τα τούβλα της, τους τοίχους της μισοτελειωμένης εκκλησίας.
Η
εκκλησία που η Αγία Ξένια βοήθησε στο χτίσιμο είναι ακόμη στο
κοιμητήριό του Smolensk και δίπλα της υπάρχει ένα μικροσκοπικό
παρεκκλήσιο στο οποίο έχει ταφή. Προσκυνητές από όλη τη Ρωσία ακόμη
έρχονται εκεί να προσευχηθούν και να ζητήσουν να τους βοηθήσει. Κατά τη
διάρκεια των φρικτά δύσκολων χρόνων στη Ρωσία, όταν οι εκκλησίες ήταν
κλειστές λόγω του ότι ο Κομουνισμός δεν ήθελε οι άνθρωποι να λατρεύουν
το Θεό, προσκυνητές έρχονταν κρυφά στην Αγία Ξένια. Η πόρτα του
παρεκκλησίου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα, έγραφαν
τις προσευχές τους σε μικρά χαρτάκια και τα άφηναν μέσα στις ρωγμές των
τοίχων. Στον Κομουνισμό δεν άρεσε αυτό καθόλου, αλλά σύντομα κατάλαβαν
ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν τους Χριστιανούς να αγαπάνε τους
Αγίους, ή να σταματήσουν οι Άγιοι να τους βοηθούν!
Σαράντα πέντε
χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Αγία Ξένια αναπαύθηκε εν ειρήνη,
στην ηλικία των εβδομήντα ενός ετών, κάπου στα 1800 μ.Χ. Υποθέτουν ότι
αναπαύθηκε μεταξύ των ετών 1806 μ.Χ. και 1814 μ.Χ. Δεν υπάρχει ακριβής
πληροφορία σχετικά με αυτόν τον χρόνο και είναι αδύνατο να καθορίσουμε
ακριβώς την χρονολογία του θανάτου της. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον
σεβασμό με τον οποίο την περιέβαλε ο κόσμος μπορούμε να υποθέσουμε με
βεβαιότητα ότι η κηδεία της είχε μεγάλη επισημότητα και ότι πολύς κόσμος
θα συγκεντρώθηκε, για να της δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό.
Ο
τάφος της, αμέσως, έγινε τόπος προσκυνήματος: έτσι πολλοί προσκυνητές
έπαιρναν χώμα από τον τάφο της ως ευλογία και νέο χώμα έπρεπε να
τροφοδοτείται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε επάνω στον τάφο της μιά πλάκα
από γρανίτη με την επιγραφή: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης
Γκριγκόριεβνα, γυναικός του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου
Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για
45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα
Φεοντόροβιτς».
Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο.
Όμως
και αυτή η πλάκα επίσης βαθμιαία χαράσσονταν και φθείρονταν από τους
πιστούς. Έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές
των πιστών. Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν πιο τοίχους του ναϋδρίου
διάφορα αιτήματα, ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν. Οι ιερείς έκαναν
παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωί.
Τα
χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας. Γι’
αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή,
αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενσκ ήταν πάντοτε ανοιχτός. Νέοι
και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους για
βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.
Και η μακαρία Ξένη τους βοηθούσε όλους.
Θαύματα,
θεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας Ξένιας συμβαίνουν και σήμερα σε
εκείνους που επισκέπτονται τον τάφο της ή που απλά ζητάνε τις πρεσβείες
της. Ο Θεός θεραπεύει πολλούς ανθρώπους από ασθένειες και πάθη μέσω των
πρεσβειών της Αγίας Ξένιας. Αυτή τους βοηθά να βρουν δουλειά, σπίτι ή
σύζυγο (όλα αυτά για τα οποία εκείνη απαρνήθηκε στην δική της ζωή). Η
Αγία Ξένια δεν είχε σπίτι και έτσι γνωρίζει πόσο σκληρό είναι να έχεις
ανάγκη ένα σπίτι και να ζεις άστεγος. στην εκκλησία την ημέρα της
γιορτής της την καλούμε «άστεγη περιπλανώμενη», γιατί εγκατέλειψε νωρίς
το σπίτι της για τον παράδεισο.
Πρόσφατα μια γυναίκα στην Αγγλία,
νεοφώτιστη στην ορθοδοξία, έψαχνε να βρει σπίτι κοντά σε εκκλησία για
να μπορεί να παρακολουθεί καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Αυτή και ο
πνευματικός της προσευχήθηκαν στην Αγία Ξένια και ώ του θαύματος σε
λίγες μέρες η γυναίκα αυτή βρήκε ένα διαμέρισμα σε ένα σπίτι ακριβώς
δίπλα από την εκκλησία! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού!
Ένα
ευσεβή έθιμο είναι η προσφορά Τρισάγιου υπέρ αναπαύσεως του συζύγου της
Αντρέα, για τον οποίο εκείνη προσευχόταν πυρετωδώς έως το τέλος της
ζωής της.
Η Αγία Ξένια δοξάστηκε επίσημα πρώτα από την ορθόδοξη
εκκλησία της Ρωσίας έξω από την Ρωσία, το 1978 μ.Χ. και μετέπειτα το
1988 μ.Χ. από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Κάθε χρόνο η μνήμη της εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου.
|
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’
ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ
μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ
ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη
παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς
καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν
ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη
ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ
ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ ,
στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ
καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ
γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ».
----------------------------------------------------------------------------
+ 24 January
Presumably, in her early years, she led an ordinary, though
comfortable life, performing no services that merited recording or
recognition. It would seem that she was happily married and completely
devoted to her husband who was, perhaps, a bit worldly. He was still
young and in good health when he died suddenly one night at a drinking
party.
The unexpected death of her beloved husband completely
shattered Xenia Grigorievna and her personal world. She was twenty-six
years old, childless and her husband to whom she was passionately
devoted had suddenly died without the benefit of the Holy Mysteries. The
distraught widow looked around herself, at all her possessions, at her
inane little world and suddenly began to realize the vanity and
transitory nature of all earthly joys and treasures. She came to realize
that there is true value only in heavenly treasures and real joy in
Christ.
To the utter amazement of her friends and relatives,
Xenia Grigorievna began to give away literally all that she possessed.
Her money and personal belongings she gave to the poor and she even gave
away her house to her dear friend Paraskeva Antonova.
Finally,
her relatives decided that she had taken complete leave of her senses
and they petitioned the trustees of her late husband’s estate to prevent
Xenia from disposing of her wealth, on the grounds that she was
mentally unbalanced due to her husband’s death. The trustees called
Xenia in and, after a long and careful examination, ruled that she was
perfectly sound of mind and had every right to dispose of her property
as she pleased.
People preoccupied with worldly matters would
naturally assume that anyone who gave away his wealth must be insane.
They were incapable of seeing that Xenia had undergone a complete
rebirth; she was changed from a worldly woman into a spiritual being.
Having realized that there can be no true happiness on earth and that
worldly possessions are only a hindrance to the attaining of true joy in
God,
Having, therefore, relieved herself of all such hindrances,
Xenia suddenly vanished from St. Petersburg for eight years. It is said
that during these years she lived at some hermitage with a sisterhood
of holy ascetics, learning about prayer and the spiritual life from an
elder. It was during this time that she was called to the highest feat
of spiritual perfection, that of being a fool for Christ’s sake. To this
end, she returned to St. Petersburg, clothed herself in one of her late
husband’s old uniforms and linens and thereafter refused to respond the
name of Xenia Grigorievna, answering instead only to the name of her
late husband, Andrei Feodorovich. It was as if she, in her deep devotion
to her husband, had hoped in some way to take upon herself the burden
of his unrepented sins and of his unfortunate demise without the Holy
Mysteries. Sorrowing for her own sins and for his, she left her home and
began her long pilgrimage of wandering through the streets of the
poorer district of St. Petersburg known as the Petersburg Borough
(Peterburgskaya Storona). She was most often to be found in the vicinity
of the parish of Saint Matthias where the poorest people lived in
shabby huts.
At first, the people of the Borough thought that
this strangely dressed, scarcely shod woman was merely a simple minded
beggar, and evil people, especially the street urchins, would often
persecute and laugh at her. With complete meekness, however, she kept
before her the image of the guiltless Great Sufferer, Christ Jesus, who,
without a murmur, heard all accusations, bore all persecutions,
suffered terrible torture and crucifixion. Because of His example, the
Blessed One strove to bear her hardships meekly and in silence,
forgiving offenses in accordance with the last earthly prayer of Jesus, "Father, forgive them, for they know not what they do."
Only
once did the people of the Petersburg Borough see her in anger. The
street boys, seeing the ragged old woman, began as usual to laugh at and
torment her. The Blessed One ordinarily bore all this without murmur.
On this occasion, however, the boys did not content themselves with
verbal abuse, but seeing that she did not take notice of their mocking,
they began to throw mud and rocks at her. At last they exhausted even
the patience of Blessed Xenia and she flew at them, waving her cane in
the air. The residents of the Borough were so startled at seeing the
Blessed One in such anger that they took immediate steps to prevent any
further offenses toward her. As our Lord Jesus Christ had said, "A candle is not bought to be hidden under a basket... but to be placed on a candle stand."
So
it was with God pleasing Xenia. Gradually, people began to realize that
Xenia was no mere beggar but someone much more. They began to invite
her into their homes and offer her warm clothing for the severe
Petersburg winters as well as alms. She would never accept the clothing
and took only the small copper pennies, which were called the king on horseback because there was a horseman (actually, St.George) struck on them.
She
would distribute these copper pennies to the poor, at times,
apparently, with some prophecy. On one such occasion Xenia met a devout
woman on the street. Handing her a five kopeck coin, she said, "Take this five piece, here is the king on horseback; it will be extinguished." The woman accepted the copper five piece
and went on her way pondering the meaning of the Blessed One’s words.
No sooner had she entered the street where she lived than she saw that
her house was on fire. Running toward her home, she arrived just as the
flames were being quenched. Then she realized that the Blessed One had
been foretelling this with her strange words.
On one occasion
Paraskeva Antonova was sitting in the home which the Blessed One had
given her, when Xenia arrived for a visit. Entering the house, she
looked irritably at Antonova and said, "Here you are sitting and sewing buttons and you don’t know that God has given you a son! Go at once to the Smolensk Cemetery!"
Antonova, knowing Xenia to be truly saintly and knowing that no idle
word came from her lips, did not even question this strange command but
believed at once that something extraordinary was about to happen and
she immediately hurried to the Smolensk Cemetery.
On one of the
streets of Vasiliev Island near the cemetery, Antonova saw a large crowd
of people. Being curious, she approached the crowd to see what was
taking place. It seems that a coachman had knocked down a pregnant woman
who then give birth to a child right there on the street and died
immediately afterwards. Filled with compassion for the child, Antonova
took it to her own home. All the efforts of the St. Petersburg police to
discover the identity of the mother or locate the father or relatives
of the tiny orphan proved in vain and so the child remained with
Paraskeva Antonova. She provided him with a good upbringing and a sound
education, loving him as her own son. Eventually the boy became an
eminent functionary and lovingly cared for his foster mother in her old
age. He also revered, with sincere piety, the memory of the Servant of
God, Xenia who had shown much kindness to his foster mother and who had
taken such a hand in his own fate.
Among the friends of Blessed
Xenia there was a widow, Mrs. Golubev, and her seventeen-year- old
daughter who was noted for her beauty. Xenia like this girl very much
because of her meek, quiet character and her kind heart. Once Xenia came
to visit them and the girl began to make coffee. "My beauty, -- said Xenia, turning to the girl, -- here you are making coffee and your husband is burying his wife in Okhta. Run there quickly!"
The girl was shocked. "My what?! I don’t have a husband... and burying his wife!". "Go!"
-- Xenia answered sternly, not liking any kind of objection. The
Golubevs, knowing well that the Blessed One never said anything without a
reason, immediately obeyed her command and set out for Okhta. Here they
saw that a funeral procession was headed for the cemetery and they
joined in with the crowd of mourners. A young woman, the wife of a
doctor, had died in childbirth and was being buried.
The Liturgy
was celebrated, then the funeral service, after which the Golubevs
followed as the coffin was carried to the grave. The funeral had ended
and the people began to leave; however, they chanced upon the sobbing
young widower who, at the sight of the grave mound over the remains of
his beloved wife, lost consciousness and fell to the ground near the
Golubevs. Both mother and daughter strove to bring him back to
consciousness and to comfort him. They became acquainted and,
eventually, the young Golubeva became the wife of the doctor.
God’s
gift of clairvoyance does not always deliver good news. Sometimes it is
used to hint at the approaching illness or death of someone in order
that they might prepare themselves for their fate. Such was the case
when the God pleasing ascetic arrived to other guests in the Krapivin
home at the time and they all stood and greeted the Blessed One warmly.
Xenia conversed with them for a while and then rose to leave, thanking
the hostess for her hospitality. As she was departing, however, she
turned to Krapivina saying: "Here is green krapiva (nettle) but soon it will be wilted."
Whether
or not Mrs. Krapivina understood these words is not known for certain,
but other guests did not attach any special significance to them. Much
to everyone’s amazement, though, Mrs. Krapivina, who was still young and
in good health, suddenly became ill and died. Only then did the guests
understand that the words, "Here is green krapiva (nettle) but soon it will be wilted,"
foretold the death of Mrs. Krapivin. Seeing in Xenia this gift of
clairvoyance and her meek and humble way of life, people began to
realize that she was a true fool for Christ’s sake. Many residents of
the Borough were sincerely happy to receive her in their homes and it
was noticed that some sort of blessed peace and happiness always settled
over any home that received her with sincerity. Mothers found that if
the Blessed One fondled or rocked an ill child in its cradle, the child
would always become well. So parents would hurry to Blessed Xenia with
their children whenever she approached, convinced that if she blessed
them, or even patted them on the head, they would remain healthy.
People
gradually began to accept her strange behavior as some sort of sign
from God and often, her behavior would be strange indeed. Two days
before the Feast of the Nativity of Christ, in 1761, for example,
Blessed Xenia ran anxiously along the cold and snow filled streets of
the Petersburg Borough, loudly crying out: "Bake bliny (pancakes), bake bliny, soon all of Russia will be baking bliny!"
As usual, no one could figure out the meaning of these strange words of
the Blessed One, but on the day of the Feast, the Empress Elisabeth
Petrovna reposed suddenly. When the terrible news spread through the
city, it became clear to all that the Servant of God had been
foretelling the death of the Empress.
Occasionally, Xenia would
drop in to visit some friend or acquaintance, converse for a while, and
then suddenly fall silent, as if listening to something. All at once,
she would leap up and leave quickly. If the hostess asked why she was
leaving and where she was going, the Blessed One would only wave her
stick in the air and say, "I must hurry, I am needed there."
She
possessed absolutely nothing except the rags on her back and often,
upon arriving at the home of a friend, she would cheerfully announce, "Here is all of me."
For a long time no one knew where the Blessed One spent her nights. The
residents of the Borough were not the only ones to wonder about this,
for the local police were also curious about the matter. Upon
investigating they discovered that the elderly little woman spent her
nights in an open field, praying and making prostrations in all four
directions, and she did this no matter what the season or weather. It
was a miracle of God that the Blessed One survived the severe St.
Petersburg winters in this way. It happened at times that her nights
would be spent in some other task. On one occasion in 1794, toward the
end of Xenia’s long life, a new church was being built in the Smolensk
Cemetery. Workers began to notice that, during the night, someone would
haul mounds of brick to the top of the building where they were needed.
The workers were amazed by this and resolved to find out who this
tireless worker could be. By posting a watchman they were able to
discover that it was the Servant of God, Xenia.
"It was
necessary, -- says one writer, -- for her to possess either some super
human power or to carry within herself such a strong spiritual fire,
such a deep, undoubting faith with which the impossible becomes
possible. When one considers God’s great saints, however, who performed
such wondrous miracles by their faith, wonders incomprehensible to the
human mind, we cannot consider the Blessed One’s ascetic feats as
unprecedented or impossible for a person in the flesh. Xenia truly bore
that faith with which all things are possible. While still living in her
body, her soul always soared above this world, dwelling in a living,
direct communion with God."
The Blessed One was always ready to
help anyone in anyway possible. During the day she would wander about
the streets, her face reflecting her internal spirit of meekness,
humility and kindness by its warm, friendly glow. At night, in all
seasons, she would go into a field and enter into conversation with God
Himself. Finally the time came when Xenia was no longer to be found in
the streets of the Petersburg Borough nor in the field; her radiant face
shone no more amidst the rude shacks of the St. Matthias parish. God
called His servant to rest from all her struggles and took her to
Himself. Xenia was one of those candles which God lights on earth from
time to time in order to light up the path of salvation for the
faithful, as the Savior Himself had said, "Let your light so shine before men that they may see your good works and glorify your Father Which is in Heaven" and "If,
therefore, your entire body is full of light, no part of it being in
darkness, then the whole of it shall be full of radiance as when the
bright shining of a candle gives off its light."
|